Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: achèvement , acheteur και acheter

II . acheter [aʃ(ə)te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

acheteur (-euse) [aʃtœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ

2. acheteur (de profession):

acheteur (-euse)
Einkäufer(in) αρσ (θηλ)

II . acheteur (-euse) [aʃtœʀ, -øz] ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

acheteur(-euse) à terme
Terminkäufer(in) αρσ (θηλ)

achèvement [aʃɛvmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

2. achèvement (perfection):

Vollendung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina