statut [staty] ΟΥΣ αρσ
1. statut:
-
Status αρσ
-
Stellung θηλ
-
statut consultatif ΟΙΚΟΝ
-
Konsultativstatus ειδικ ορολ
-
Belegenheitsstatus ειδικ ορολ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.