Γαλλικά » Γερμανικά

II . spécialiser [spesjalize] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

spécialisé(e) [spesjalize] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina