Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

weilt στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για weilt στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Βλέπε και: will2, will1

2. will (wish, desire):

volontà θηλ
voglia θηλ (to do di fare)

2. will (expressing consent, willingness):

will do! οικ

3. will (in commands, requests):

weilt στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για weilt στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski