l'olio στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για l'olio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

olio <πλ oli> [ˈɔljo, ˈɔli] ΟΥΣ αρσ

1. olio (condimento):

4. olio (di macchina, motore):

ιδιωτισμοί:

groundnut oil βρετ
olio esausto ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
olio di gomito χιουμ

Μεταφράσεις για l'olio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
bidone αρσ (per l'olio)
olio αρσ minerale
olio αρσ minerale
olio αρσ solare
olio αρσ d'oliva

l'olio στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για l'olio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

sott'olio ΜΑΓΕΙΡ

Μεταφράσεις για l'olio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
olio αρσ solare
olio αρσ vegetale
olio αρσ d'oliva
olio αρσ di ricino
olio αρσ di cocco

l'olio Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

olio αρσ di ricino
olio αρσ di semi di lino

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Ιταλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski