I.ground [βρετ ɡraʊnd, αμερικ ɡraʊnd] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
ground → grind
II.ground [βρετ ɡraʊnd, αμερικ ɡraʊnd] ΟΥΣ
2. ground (area, territory):
5. ground (in contest, discussion) μτφ:
ιδιωτισμοί:
- sous-couche θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.