gagné στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για gagné στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. gagner (remporter):

pour lui, rien n'est encore gagné μτφ
c'est gagné! κυριολ
c'est gagné! ειρων

2. gagner (percevoir, mériter):

tu as bien gagné ton repos
un repos bien gagné

3. gagner (acquérir):

il a gagné de l'assurance
elle a gagné 5 cm en un an
il a gagné 9 kilos

gagne-pain <πλ gagne-pain, gagne-pains> [ɡaɲpɛ̃] ΟΥΣ αρσ (ce qui fait vivre)

I.gagne-petit <πλ gagne-petit, gagne-petits> [ɡaɲpəti] ΕΠΊΘ μειωτ

II.gagne-petit <πλ gagne-petit, gagne-petits> [ɡaɲpəti] ΟΥΣ αρσ θηλ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
il a gagné le coquetier! (réussi)
il a gagné le coquetier! ειρων

Μεταφράσεις για gagné στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

gagné στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για gagné στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

gagne-petit [gaɲpəti] ΟΥΣ αρσ θηλ αμετάβλ μειωτ

gagne-pain [gaɲpɛ̃] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για gagné στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

gagné Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

argent αρσ gagné à la sueur de son front
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski