στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sacrificio <πλ sacrifici> [sakriˈfitʃo, tʃi], sacrifizio <πλ sacrifizi> [sakriˈfittsjo, tsi] ΟΥΣ αρσ
1. sacrificio (rituale):
- volontario contributo, sacrificio, offerta
-
- volontario contributo, sacrificio, offerta
-
- volontario contributo, sacrificio, offerta
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.