I. coricato [koriˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
coricato → coricare
II. coricato [koriˈkato] ΕΠΊΘ
I. coricare [koriˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- coricato
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.