στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. confinato [konfiˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
confinato → confinare
II. confinato [konfiˈnato] ΕΠΊΘ
III. confinato (confinata) [konfiˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. confinare [konfiˈnare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
II. confinare [konfiˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
III. confinarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα


-
- confinato
στο λεξικό PONS
confinato (-a) [kon·fi·ˈna:·to] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΣΤΟΡΊΑ
- confinato (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.