jartar ΡΉΜΑ μεταβ οικ
jartar → hartar
I. hartar ΡΉΜΑ μεταβ
1. hartar (cansar, fastidiar):
2. hartar οικ (llenar) (hartar a alg. a o de algo):
II. hartarse ΡΉΜΑ vpr
1. hartarse (cansarse, aburrirse):
2. hartarse (llenarse):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
