Oxford Spanish Dictionary
eléctrico (eléctrica) ΕΠΊΘ
eléctrica ΟΥΣ θηλ
conexión ΟΥΣ θηλ
1. conexión ΗΛΕΚ:
2. conexión (relación):
3. conexión ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
4. conexión <conexiones fpl > λατινοαμερ (amistades, relaciones):
στο λεξικό PONS
eléctrico (-a) ΕΠΊΘ
conexión ΟΥΣ θηλ
1. conexión tb. ΤΗΛ:
2. conexión πλ (amistades):
eléctrico (-a) [e·ˈlek·tri·ko, -a] ΕΠΊΘ
conexión [ko·nek·ˈsjon] ΟΥΣ θηλ
1. conexión tb. ΤΗΛ:
2. conexión πλ (amistades):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
conexión eléctrica
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.