I. πιά|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈpçanɔ] VERB μεταβ
1. πιάνω (παίρνω):
2. πιάνω (κρατώ):
5. πιάνω (λαγό, μπάλα):
- πιάνω
-
6. πιάνω (συλλαμβάνω):
- πιάνω
-
7. πιάνω (βρίσκω τυχαία: κλέφτη κτλ):
- πιάνω
-
9. πιάνω (συνδέω):
10. πιάνω (καταλαμβάνω):
11. πιάνω (καταλαβαίνω):
12. πιάνω (αρχίζω):
13. πιάνω (θέσεις, δωμάτιο: αγκαζάρω):
14. πιάνω (για χώρο):
15. πιάνω (για χωρητικότητα):
16. πιάνω (για φρένα):
17. πιάνω (για αρρώστια):
18. πιάνω (έχω επιτυχία):
19. πιάνω (φτάνω: για μισθό, ταχύτητα):
20. πιάνω ΡΑΔΙΟΦ:
III. πιάνομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. πιάνομαι (να μην πέσω):
2. πιάνομαι (σκαλώνω):
3. πιάνομαι (μαγκώνω):
5. πιάνομαι (μουδιάζω):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.