wirr [vɪr] ΕΠΊΘ
1. wirr (ungeordnet):
2. wirr (unklar):
Wirt1 <-(e)s, -e> [vɪrt] SUBST αρσ ΒΙΟΛ
I. wie [viː] ΕΠΊΡΡ
1. wie (in welcher Weise):
II. wie [viː] ΣΎΝΔ
1. wie (Vergleich):
wich [vɪç]
wich απλ παρελθ von weichen
weichen <weicht, wich, gewichen> [ˈvaɪçən] VERB αμετάβ +sein
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.