ψηλός
ψηλός s. υψηλός
υψηλ|ός [ipsiˈlɔs], ψηλ|ός [psiˈlɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
1. υψηλός (κτήριο, φωνή, πίεση, επίπεδο):
υψηλ|ός [ipsiˈlɔs], ψηλ|ός [psiˈlɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
1. υψηλός (κτήριο, φωνή, πίεση, επίπεδο):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.