I. groß <größer, größte> [groːs] ΕΠΊΘ
1. groß (nicht klein):
2. groß (hoch, hochgewachsen):
4. groß (Phrasen):
II. groß <größer, größte> [groːs] ΕΠΊΡΡ
1. groß (sehr):
groß ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.