man [man] ΑΌΡ ΑΝΤΩΝ
1. man (jemand, jeder):
Mais <-es, -e> [maɪs] SUBST αρσ mst ενικ
-
- αραβόσιτος αρσ
Maus <-, Mäuse> [maʊs, pl: ˈmɔɪzə] SUBST θηλ
1. Maus (Tier):
3. Maus ΖΩΟΛ (Hausmaus):
-
- σταχτοποντικός αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.