- dumm
- χαζός, κουτός
- sich αιτ dumm bei etw δοτ anstellen
- δεν τα καταφέρνω σε κάτι
- ein dummes Gesicht machen
- παίρνω ένα χαζό ύφος
- ich lasse mich nicht für dumm verkaufen οικ
- δεν τα μασάω εγώ αυτά
- das ist gar nicht so dumm
- αυτό δεν είναι άσχημη ιδέα
- sich αιτ dumm und dämlich verdienen οικ
- κερδίζω τα μαλλιοκέφαλά μου
- dummes Zeug reden
- λέω χαζομάρες
- einer ist immer der Dumme
- πάντα κάποιος πληρώνει τα σπασμένα
- dumm
- δυσάρεστος
- so etwas Dummes!
- τέτοια αναποδιά!
- das wird mir langsam zu dumm
- φτάνει πια, βαρέθηκα
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.