I. heiß [haɪs] ΕΠΊΘ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (zu warm):
8. heiß προσδιορ οικ (aussichtsreich):
9. heiß αργκ (großartig):
II. heiß [haɪs] ΕΠΊΡΡ
3. heiß (erbittert):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.