I. ewig [ˈeːvɪç] ΕΠΊΘ
II. ewig [ˈeːvɪç] ΕΠΊΡΡ
2. ewig (für immer):
3. ewig οικ (ständig):
4. ewig οικ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.