perpétuel(le) [pɛʀpetɥɛl] ΕΠΊΘ
1. perpétuel:
- perpétuel(le) angoisse, difficultés
-
- perpétuel(le) angoisse, difficultés
-
- perpétuel(le) murmure, lamentations
-
- perpétuel(le) murmure, lamentations
-
2. perpétuel (à vie):
- perpétuel(le) fonction, rente
-
- perpétuel(le) prison
-
perpétuel ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.