I. dumm <dümmer, dümmste> ΕΠΊΘ
2. dumm (albern, unsinnig):
3. dumm (unklug):
4. dumm οικ (unangenehm, ärgerlich):
II. dumm <dümmer, dümmste> ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.