I. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΕΠΊΘ
II. idiot(e) [idjo, idjɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
III. idiot(e) [idjo, idjɔt]
idiot οικ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.