στο λεξικό PONS
Zu·sam·men·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
1. Zusammenbruch (das Zusammenbrechen):
2. Zusammenbruch ΙΑΤΡ (Kollaps):
- Zusammenbruch
-
- Zusammenbruch (Nervenzusammenbruch)
-
Zusammenbruch ΟΥΣ
- Zusammenbruch αρσ ΟΙΚΟΝ
-
- implosion μτφ
- Zusammenbruch αρσ <-(e)s, -brüche>
-
- Zusammenbruch αρσ <-(e)s, -brüche> μτφ
-
- Zusammenbruch αρσ <-(e)s, -brüche>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Zusammenbruch einer Population
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.