

I. un·ge·heu·er [ˈʊngəhɔyɐ] ΕΠΊΘ
2. ungeheuer (größte Intensität besitzend):
3. ungeheuer (größte Bedeutung besitzend):
II. un·ge·heu·er [ˈʊngəhɔyɐ] ΕΠΊΡΡ
2. ungeheuer (ganz besonders):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.