στο λεξικό PONS
Spre·cher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Sprecher (Wortführer):
2. Sprecher ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (Beauftragter):
- Sprecher(in)
-
3. Sprecher ΡΑΔΙΟΦ, TV:
-
- Sprecher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- interlocutor (on behalf of sb else)
- Sprecher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Sprecher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Sprecher αρσ <-s, ->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Sprecher αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.