στο λεξικό PONS
Flä·che <-, -n> [ˈflɛçə] ΟΥΣ θηλ
1. Fläche (flache Außenseite):
2. Fläche (Gebiet):
- Fläche
-
- Fläche (mit Maßangaben)
-
- bergbauliche Fläche
-
- geometrische Fläche
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Fläche (außerhalb des besiedelten Gebiets)
- Fläche ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
-
- schraffierte Fläche
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.