I. be·hörd·lich [bəˈhø:ɐ̯tlɪç] ΕΠΊΘ
II. be·hörd·lich [bəˈhø:ɐ̯tlɪç] ΕΠΊΡΡ
- vorbehaltlich behördlicher Genehmigung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.