στο λεξικό PONS


Black·out, Black-out <-s, -s> [ˈblɛkʔaut, ˈblɛkˈʔaut, blɛkˈʔaut] ΟΥΣ αρσ
2. Blackout (Bewusstseinstrübung, -verlust):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.