στο λεξικό PONS
Be·ste·chung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Bestechung
-
- Bestechung
-
-
- Bestechung θηλ <-, -en>
-
- Bestechung θηλ <-, -en>
-
- Bestechung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.