I. certain(e) [sɛʀtɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
II. certain(e) [sɛʀtɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ αόρ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.