épreuve [epʀœv] ΟΥΣ θηλ
1. épreuve (test):
2. épreuve ΣΧΟΛ:
3. épreuve ΑΘΛ:
4. épreuve (moment difficile):
5. épreuve (adversité, malheur):
6. épreuve:
7. épreuve (effets négatifs, danger):
ιδιωτισμοί:
épreuve θηλ
épreuve → jeu
contrépreuveNO <contrépreuves> [kɔ͂tʀepʀœv], contre-épreuveOT <contre-épreuves> ΟΥΣ θηλ
épreuve ΟΥΣ
-
- Korrekturfahne θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.