Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
protestant(e) [pʀɔtɛstɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- appartenir à la religion protestante
-
- l'Église protestante/catholique
-
protestant(e) [pʀɔtɛstɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- appartenir à la religion protestante
-
- l'Église protestante/catholique
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.