Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
I. drag [dræg] ΟΥΣ
1. drag (force):
- drag ΦΥΣ
- résistance θηλ
5. drag οικ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ (women's clothes worn by a man):
8. drag sports → drag race
II. drag <-gg-> [dræg] ΡΉΜΑ μεταβ
1. drag (pull):
III. drag <-gg-> [dræg] ΡΉΜΑ αμετάβ
drag race ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- glèbe
- glie
- gliome
- glissade
- glissando
- glisser-déposer
- glissière
- glissiére
- glissière de moteur
- global
- globalement