Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. exclus|if (exclusive) [ɛksklyzif, iv] ΕΠΊΘ
1. exclusif ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
- exclusif (exclusive) interview, document
-
2. exclusif ΕΜΠΌΡ:
3. exclusif (d'un seul):
- exclusif (exclusive) droit, propriété, privilège
- exclusive (de qc of sth, de faire to do)
4. exclusif (absolu):
5. exclusif:
- exclusif (exclusive) ΦΙΛΟΣ, ΜΑΘ, ΓΛΩΣΣ
-
- dépositaire exclusif
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- distributeur agréé/exclusif