exclusif (-ive) [ɛksklyzif, -iv] ΕΠΊΘ
- exclusif (-ive)
-
- exclusif (-ive) droit, privilège
-
- exclusif (-ive) préoccupation, but
-
- reportage exclusif
- Exklusivbericht αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- droit exclusif
- lien exclusif
- Exklusivbindung θηλ
- mandat exclusif
- Alleinauftrag αρσ
- reportage exclusif
- Exklusivbericht αρσ
- représentant exclusif / représentante exclusive