Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. roy|al (royale) <αρσ πλ royaux> [ʀwajal, o] ΕΠΊΘ
1. royal (de souverain):
2. royal (magnifique):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.