I. scented [βρετ ˈsɛntɪd, αμερικ ˈsɛn(t)əd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
scented → scent II
II. scented [βρετ ˈsɛntɪd, αμερικ ˈsɛn(t)əd] ΕΠΊΘ
III. -scented ΣΎΝΘ
I. profumato [profuˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
profumato → profumare
II. profumato [profuˈmato] ΕΠΊΘ
1. profumato:
I. profumare [profuˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. profumare [profuˈmare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. profumarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.