I. parfumé (parfumée) [paʀfyme] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
parfumé → parfumer
II. parfumé (parfumée) [paʀfyme] ΕΠΊΘ
1. parfumé:
I. parfumer [paʀfyme] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.