I. profumato [profuˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
profumato → profumare
II. profumato [profuˈmato] ΕΠΊΘ
1. profumato:
2. profumato (lauto):
- profumato onorario, mancia
-
I. profumare [profuˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. profumare [profuˈmare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. profumarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.