στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. overall ΟΥΣ [βρετ ˈəʊvərɔːl, αμερικ ˈoʊvəˌrɔl] βρετ
II. overalls ΟΥΣ
III. overall ΕΠΊΘ [βρετ əʊvərˈɔːl, αμερικ ˌoʊvəˈrɔl]
IV. overall ΕΠΊΡΡ [βρετ əʊvərˈɔːl, αμερικ ˌoʊvəˈrɔl]
1. overall (in total):
2. overall (in general):
στο λεξικό PONS
I. overall [ˈoʊ·və·rɔ:l] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.