στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. unto [ˈunto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
unto → ungere
II. unto [ˈunto] ΕΠΊΘ
III. unto [ˈunto] ΟΥΣ αρσ
I. ungere [ˈundʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. ungersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
I. ungere [ˈundʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. ungersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 I. unto (-a) ΡΉΜΑ
unto μετ παρακειμ di ungere
II. unto (-a) ΕΠΊΘ (capelli, mani, pelle)
-  unto (-a)
-  
I. ungere [ˈun·dʒe·re] ungo, unsi, unto ΡΉΜΑ μεταβ
unto [ˈun·to] ΟΥΣ αρσ
-  unto
-  
I. ungere [ˈun·dʒe·re] ungo, unsi, unto ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ungere qu (corrompere)
