Oxford Spanish Dictionary
payment [αμερικ ˈpeɪmənt, βρετ ˈpeɪm(ə)nt] ΟΥΣ
1. payment U (of debt, money, wage):
2. payment C (installment):
welfare [αμερικ ˈwɛlˌfɛr, βρετ ˈwɛlfɛː] ΟΥΣ U
2.1. welfare (social aid):
στο λεξικό PONS
welfare [ˈwelfeəʳ, αμερικ -fer] ΟΥΣ χωρίς πλ
payment [ˈpeɪ·mənt] ΟΥΣ
2. payment:
-  
-  plazo αρσ
-  
-  recompensa θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- weirdo
- weird out
- welch
- welcome
- welcoming
- welfare payments
- welfare services
- welfare state
- welfare work
- welfare worker
- welfarism
