Oxford Spanish Dictionary
welfare [αμερικ ˈwɛlˌfɛr, βρετ ˈwɛlfɛː] ΟΥΣ U
1. welfare (well-being):
- welfare
- bienestar αρσ
2.1. welfare (social aid):
child welfare ΟΥΣ U
- child welfare
-
-
- welfare προσδιορ
-
- welfare προσδιορ
-
- welfare
στο λεξικό PONS
welfare payments ΟΥΣ
welfare payments πλ αμερικ:
- welfare payments
-
welfare services ΟΥΣ πλ
- welfare services
-
welfare work ΟΥΣ χωρίς πλ
- welfare work
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.