Oxford Spanish Dictionary
joker [αμερικ ˈdʒoʊkər, βρετ ˈdʒəʊkə] ΟΥΣ
2.1. joker (prankster):
I. practical [αμερικ ˈpræktək(ə)l, βρετ ˈpraktɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
1. practical (not theoretical):
2. practical (suitable for a use):
3.1. practical (sensible):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PPI
- ppm
- PPP
- PPV
- PR
- practical joker
- practically
- practical nurse
- practice
- practiced
- practice on