Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
joker [βρετ ˈdʒəʊkə, αμερικ ˈdʒoʊkər] ΟΥΣ
I. practical [βρετ ˈpraktɪk(ə)l, αμερικ ˈpræktək(ə)l] ΟΥΣ
II. practical [βρετ ˈpraktɪk(ə)l, αμερικ ˈpræktək(ə)l] ΕΠΊΘ
1. practical (concrete, not theoretical):
2. practical person:
4. practical (viable):
- practical plan etc
-
στο λεξικό PONS
I. practical [ˈpræktɪkl] ΕΠΊΘ
2. practical (realistic):
3. practical (suitable):
I. practical [ˈpræk·tɪ·k ə l] ΕΠΊΘ
2. practical (realistic):
4. practical (suitable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PPE
- PPI
- ppl
- PPS
- PR
- practical joker
- practically
- practicalness
- practical nurse
- practice
- practiced