Oxford Spanish Dictionary
nuclear [αμερικ ˈn(j)ukliər, βρετ ˈnjuːklɪə] ΕΠΊΘ
1. nuclear fission/fusion:
2. nuclear (nuclear-powered):
family <pl families> [αμερικ ˈfæm(ə)li, βρετ ˈfamɪli, ˈfam(ə)li] ΟΥΣ
1.1. family C or U (relatives):
1.2. family C or U (children):
2.1. family C (group of people):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.