Oxford Spanish Dictionary
human relations ΟΥΣ ουσ πλ
relation [αμερικ rəˈleɪʃ(ə)n, βρετ rɪˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. relation C (relative):
2.1. relation U or C (connection):
3. relation <relations, pl >:
I. human [αμερικ ˈ(h)jumən, βρετ ˈhjuːmən] ΕΠΊΘ
human body/mind/voice:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.