Oxford Spanish Dictionary
decent [αμερικ ˈdis(ə)nt, βρετ ˈdiːs(ə)nt] ΕΠΊΘ
1.1. decent (seemly, proper):
- decent language/conduct/dress
-
- decent language/conduct/dress
-
1.2. decent (respectable):
2.1. decent (acceptable):
2.2. decent (fairly good):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.