Oxford Spanish Dictionary
ambitious [αμερικ æmˈbɪʃəs, βρετ amˈbɪʃəs] ΕΠΊΘ
1. ambitious (desiring success):
- ambitious person
-
2. ambitious (bold, far-reaching):
- she leapfrogged her less ambitious colleagues
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.